Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

Σκοτεινή πόλη. Τα φώτα έχουν σβήσει από τους χρονοδιακόπτες που κρύβονται από τα μάτια του κόσμου αλλά ελέγχουν την ανατολή και τη δύση του νυχτερινού ήλιου. Όμως με την αλλαγή της θερινής ώρας, υπάρχει αυτή η ζώνη του λυκόφωτος που μόλις έχει αρχίσει να χαράζει, αλλά τα φώτα της πόλης είναι και αυτά σβηστά.
Ο ιπτάμενος αλήτης, παρόλο το σκοτάδι, είχε σηκωθεί και έκανε τις βόλτες του φαινομενικά αμέριμνος, χωρίς προβλήματα ή σκοτούρες. Στόχος του, ένα περβάζι παραθύρου περίπου τριάντα μέτρα μακρυά του, όπου σίγουρα θα έχουν πέσει κάποια ψίχουλα· άλλωστε κάθε πρωί εκεί τα βρίσκει, απομεινάρια από κάποιο πιάτο.
Προσεδάφιση στην άκρη του πρεβαζιού και τσιμπολόγημα, με το ένα μάτι στα ψίχουλα, το άλλο στην αναζήτηση πιθανών διεκδικητών ή ακόμα χειρότερα, πεινασμένων θυτών.


Μόλις λίγα εκατομμύρια χρόνια πριν ίσως ένα υπερνόβα, μια κατάρρευση μιας μαύρης τρύπας ή το θριαμβευτικό τέλος ενός βαθειά προχωρημένου τεχνολογικά πολιτισμού - δεν έχει και πολύ σημασία τι ακριβώς - δημιούργησε μια χωροχρονική παραμόρφωση. Ένα απειροελάχιστο κύμα το οποίο, στις 4 διαστάσεις που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και μπορεί να παρατηρήσει, δε θα ξεπερνούσε τον ίχνος ενός νετρονίου, τουλάχιστον αν ένα αισθητήριο ενός επιταχυντή αδρονίων ήταν σε θέση να προλάβει να το συλλάβει  σε περίπτωση που περνούσε κοντά από αυτό.

Το σπουργιτάκι τρεμόπαιξε στιγμιαία σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Τρόμαξε από το απότομο άνοιγμα του παραθύρου κάποιου ένοικου της απένταντι πολυκατοικίας και γοργά φτερούγησε, πετώντας μακρυά από τον επικείμενο κίνδυνο.
Το ίδιο ακριβώς σπουργίτι έκανε την ίδια ακριβώς βουτιά στον αέρα, ακριβώς ένα νανοδευτερόλεπτο αργότερα. Το σύμπαν ολόκληρο δονήθηκε για μια μόνο στιγμή γύρω από τα "δύο" σπουργίτια, όπως δονείται τα τελευταία δεκατριάμιση περίπου δισεκατομμύρια χρόνια κάθε κβάντο του χρόνου που έχει περάσει,  δύο σπουργίτια που στη καθημερινότητά μας είναι ένα και ένα τρελό κυνηγητό δύο θολών υπάρξεων διαδραματίστηκε , ώσπου ενώθηκαν πάλι σε ένα σχήμα, μια ζωή· ένα πεινασμένο μικρό σπουργίτι.

Μέσα από το παράθυρο του περβαζιού που ο αλήτης έτρωγε το πρωινό του, το κινητό χτυπούσε για τρίτη φορά μανιασμένα. Ο Γιώργος μισάνοιξε το ένα μάτι του βαριεστημένα και προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι σήμαιναν τα σύμβολα που ήταν αραδιασμένα στην οθόνη αφής της ρημαδιασμένης συσκευής που κρατούσε στο χέρι του.
- Έξι και δέκα γαμώ τη κοινωνία μου, άργησα πάλι!
Τίναξε τα σκεπάσματα, όρμηξε στο μπάνιο και βάζοντας την οδοντόβουρτσα στο στόμα, κατέβασε το εσώρουχο του πιτσιλώντας τα πάντα γύρω του καθώς άδειαζε τη κύστη του. Ένα γρήγορο ξέβγαλμα στο στόμα, ένα βιαστικό τρίψιμο στο πρόσωπο μήπως φύγουν οι τσίμπλες από τα βλέφαρα και κυριολεκτικά μπήκε στο τζίν και το μακό μπλουζάκι του που είχε παρατημένα πάνω στη πολυθρόνα του καθιστικού. Άρπαξε το μπουφάν και τα γάντια της μηχανής, ξέχασε να ρίξει το καπνό και τα κλειδιά του στο σακίδιο πλάτης του και χωρίς να κλειδώσει τη πόρτα κατέβηκε από τις σκάλες στο δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου