Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Η ημέρα που πέθανα

Φαντάρος. Και τι φαντάρος, πεζοναύτης. Ειδικές δυνάμεις παρακαλώ. Και όχι απλά πεζοναύτης, η μάνα του λόχου. Επιλόχας ναούμ. Ευθύνες αλλά και έξοδοι. Πολύ δουλειά αλλά και αραλίκι στο γραφείο με καφέ όχι από το καψιμι, αλλά από το καφετζή του Δοίκα. Ζωή χαρισάμενη, όταν δε παίρναμε τα βουνα.
Αλλά και όταν τα παίρναμε, ήταν ωραία να οδηγείς και όχι να σε τραβολογάνε. Ωραία πέρασα στο φανταριλίκι μου, δε το κρύβω. Τουλάχιστον το περισσότερο καιρό.
Υπήρξαν όμως και κάποιες στιγμές που ήταν πραγματικά lifechanging. Όπως η σχέση μου με έναν πενταετή επυ, πιτσιρικά (ήμουν 25 ήταν 20) και καρακαυλωμένο. Με τη πουλάδα του και ουκ του και τα όλα του. Με συμπαθούσε πολύ. Και εγώ τον συμπαθούσα. Ήταν μια από τις περίεργες εκείνες σχέσεις που ο "κατώτερος" πνευματικά είχε θέση ισχύος απέναντι στον "ανώτερο". Σπουδαγμένος βλέπεις εγώ, καλλιτέχνης παράλληλα (ακόμη πίστευα ότι θα βγάζω το ψωμί μου ως κιθαρωδός σε εναλλακτικά μουσικά σχήματα), παιδί της πιάτσας αυτός, με μεγάλη καρδιά.
Όμως. Η αγάπη του για το ρόλο του και η προσπάθειά του να με "εκπαιδεύσει" και να "καταλάβω" πόσο σημαντικά είναι εγώ και αυτό που κάνω είχαν περίεργες καταλήξεις.
Η μια από αυτές έγινε τη μέρα που πέθανα.

Είχαμε λοιπόν τη λεγόμενη θαλασσία εκπαίδευση. Χάλια, τι να σου πω. Αντίσκηνα (σκηνάκια) στη παραλία κάτω από δέντρα, μαθήματα κολύμβησης από τους γνώστες (σαν την αφεντομουτσουνάρα μου) στα τραγιά από τα βουνά, κάτι φουσκωτά που και που κουβαλάγαμε, εξοδούχοι σχεδόν όλοι το βράδυ.
Κυριολεκτικά, από τις καλύτερες διακοπές στη ζωή μου.
Έλα όμως που σε μια απογευματινή εκπαίδευση ήταν αυτός αξιωματικός υπηρεσίας. Στο τάγμα, όποτε είχαμε απογευματινή, μας πήγαινε στίβο μάχης. Στανταράκι. Μου έλεγε ψυθιριστά κι αγαπησιάρικα:
"Μάνα, όποιος κάνει μαλακία στο στίβο, θα κάνεις άλλη μια γύρα εσύ για να τους δείχνεις πως γίνεται". Καταλαβαίνεις ότι μετά τις πρώτες πέντε δέκα μαλακίες, όποιος ξαναμαλακιζόταν δεν έβλεπε έξοδο ούτε του Αγίου Πόυτσου. Και έτσι δε μου κόλλαγε κανένας. Επίσης δε καταλάβαινα από χώμα, συρματοπλέγματα, βάρη, καψόνια, σκαρφαλώματα, τίποτα.
Το απόγευμα εκείνο λοιπόν, τον έπιασε η νοσταλγία για τα ουκ. Και που κουβαλάγανε τη βάρκα, και που τρώγανε ξυλιές, και όλα αυτά τα γλυκανάλατα που κάνουν τα βατράχια αυτό που είναι.
"Το πιο βασικό όμως προσόν μας όμως είναι τα ζευγάρια. Ποτέ κανένας μας δεν πάει να κάνει κάτι μόνος του. Και για να το μάθουμε αυτό, υπάρχει ένας άψογος τρόπος. Όταν πνιγόμαστε. Και βασιζόμαστε στο ζευγάρι μας για να σωθούμε. Για παράδειγμα, πάρτε αυτό που θα γίνει τώρα με τη μάνα σας που θα είμαστε ζευγάρι".
Δεν πολυκατάλαβα τι είπε, καθώς εκείνη την ώρα μάλλον ευχαριστιόμουν το ηλιοβασίλεμα να βουτάει μέσα στα μαυρογάλανα νερά. Όταν όμως ένιωσα τα χέρια (τι χέρια, τα κουπιά που φυτρώναν από τους ώμους του), το ένα πάνω στο κεφάλι μου, το άλλο να τυλίγει τη κοιλιά μου και το πόδι του να μου κάνει μια απρόσμενη τρικλοποδιά, κάτι κατάλαβα.
Δεδομένου της κτηνώδους δύναμής του, είχα μάθει να μην του πάω κόντρα σε σωματική επαφή, γιατί τότε κατέληγε απλά σε περισσότερο πόνο. Και κόλπα βρώμικα δεν τολμούσα να κάνω, όχι μπροστά στα φαντάρια τουλάχιστον, γιατί κάποια στιγμή θα το πλήρωνα πάλι πολύ ακριβά με ένα πιο χοντροκομμένο κόλπο ώστε να είναι πάντα ο από πάνω.
Η αίσθηση ήταν περίεργη. Είχα συνειδητοποιήσει ότι θα το τράβαγε μακρυά το σχοινί. Όχι όμως πόσο.
Στην αρχή, απλά κρατούσα όσο αέρα πρόλαβα να τραβήξω στο διάφραγμά μου, ήρεμος και χωρίς καμμία κίνηση. Τι διάολο, τότε καθόμουν και 4 λεπτά, ίσως και παραπάνω άνετα. Ο χρόνος όμως πέρναγε και δεν ένιωθα αλλάγή. Είναι εκείνες οι στιγμές που κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, μοιάζει να επιμυκήνεται εκθετικά. Που λες, τώρα θα βγω και θα τραβήξω μια ανάσα τόσο μα τόσο βαθειά που θα σκίσω τα πλεμόνια μου.
Τίποτα.
Στο βάθος του μυαλού μου, άρχισε να επικρατεί μια άλλη σκέψη :
"Μα τι κάνει ο μαλάκας, θα με πνίξει"
Η οποία πολύ γρήγορα (για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή, για μένα σε μια αιωνιότητα) παραμερίστηκε από την άλλη αίσθηση, αυτή που δεν γίνεται συνειδητά. Επιβίωση. Στην αρχή νωχελικές κινήσεις για να δείξω ότι ΠΡΕΠΕΙ να με απελευθερώσει. Λίγο πιο έντονες στη συνέχεια. Και ο χρόνος άρχισε να κυλάει πάλι κανονικά καθώς άρχισα τις σπαστικές και απελπισμένες προσπάθειες που όμως δεν οδηγούσαν πουθενά.
Οι αντοχές μου έφτασαν στο όριό τους. Μια παγωμένη ανάσα άρχισε να καταπραύνει τους αγωγούς και τους βρόγχους στα πνευμόνια μου. Η ανακούφιση όμως που περίμενα, δεν ήρθε. Ο αέρας ήταν πολύ πυκνός και υγρός. Δεν ήταν αέρας.
Η αγωνία μου και η απελπισία μου, σε συνδιασμό με την έλλειψη οξυγόνου κέρδισαν.
Τα πάντα γύρω μου μαύρισαν. Ούτε φως, ούτε ηρεμία, ούτε τίποτα και (νεκρική) σιγή.
Έρεβος.

 * * * * * * * * *

Δεν θυμάμαι καλά πως συνήλθα, ούτε το νερό να βγαίνει από τη μύτη και το στόμα μου όπως έβλεπα στις ταινίες, ούτ το βήχα που τα συνοδεύει. Με θυμάμαι μόνο να νιώθω κάτι αλατισμένα χείλια στα δικά μου, ένα τρυφερό, το τρυφερότερο φιλί. Πάλι μετά μαυρίλα και ησυχία.

Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, ήταν όλοι όρθιοι γύρω μου και άκουγαν με προσοχή τη διάλεξη περί διαδικασία ανάνηψης από πνιγμό του φίλου μου. Κατάλαβαν ότι συνήλθα όταν έφτυσα αηδιασμένος λέγοντας "ρε πούστη, ελπίζω να μην έβαλες και γλώσσα".
Η πρώτη και τελευταία φορά που τον έβρισα δημοσίως. Και η μοναδική που καθώς γέλασε,
αυτός και όλοι οι υπόλοιποι, ήξερα πως θα περάσει αναίμακτα.


Υ.Γ. Η ιστορία έχει διανθιστεί από τη μεταβολή των συνάψεων στη μνήμη μου. Το μόνο
σημείο που δεν έχει μεταβληθεί (νομίζω) είναι η αίσθηση του κενού, του τίποτα.

2 σχόλια: